- βαρύτερος
- βαρύςheavy in weightmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχύτερος — η, ο 1. ο προγενέστερος 2. επίρρ. αρχύτερα πιο γρήγορα, νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε υς (πρβλ. βαθύς βαθύτερος, βαρύς βαρύτερος, γλυκύς γλυκύτερος … Dictionary of Greek
βαρυνίσκω — (Μ βαρυνίσκω) [βαρύνω] νεοελλ. γίνομαι βαρύτερος, παχαίνω μσν. 1. πιέζω κάποιον 2. επιβαρύνω, κατηγορώ … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
πρόσβαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό βάρος, ο βαρύτερος από το κανονικό 2. το ουδ. ως ουσ. το πρόσβαρο μικρό ποσό ή αντικείμενο που προστίθεται για συμπλήρωση τού ελλείποντος βάρους ενός πράγματος που ζυγίζεται. επίρρ... πρόσβαρα με βάρος… … Dictionary of Greek
υπιώνιος — ον, Α μουσ. τόνος βαρύτερος, χαμηλότερος τού ιωνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰώνιος] … Dictionary of Greek
υποϊωνικός — ο / ὑποϊωνικός, ΝΑ (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος βαρύτερος τού ιωνικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ιωνικός] … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
χοντραίνω — και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν [χοντρός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα τό χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ») 2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει») 3. φρ. α) «τά… … Dictionary of Greek
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
αρτόδεντρο — (artocarpus incica). Δέντρο της οικογένειας των μορεΐδών. Είναι τροπικό δέντρο, ιθαγενές της Αυστραλίας και της Ινδίας, με φύλλα πλατιά, μεγάλα, βαθυσχιδή, με 3 9 λοβούς και με μικρά δίκλινα άνθη, τα αρσενικά μόνοικα σε κρεμαστές τούφες (ίουλοι) … Dictionary of Greek